ἐκβλαστήσῃ

ἐκβλαστήσῃ
ἐκβλαστήσηι , ἐκβλάστησις
shooting
fem dat sg (epic)
ἐκβλαστάνω
shoot
aor subj mid 2nd sg
ἐκβλαστάνω
shoot
aor subj act 3rd sg
ἐκβλαστάνω
shoot
fut ind mid 2nd sg
ἐκβλαστέω
aor subj mid 2nd sg
ἐκβλαστέω
aor subj act 3rd sg
ἐκβλαστέω
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκβλάστηση — Αγενής αναπαραγωγή, η οποία είναι συνηθισμένη στα πρωτόζωα, στα ποροφόρα (σπόγγοι), στα κοιλεντερωτά και στους πλατυέλμινθες. Η διαδικασία προβλέπει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των κυττάρων σε ορισμένα τμήματα του σώματος, έτσι ώστε… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • μεταγένεση — Φαινόμενο εναλλαγής αγενούς και εγγενούς αναπαραγωγής, το οποίο συναντάται, κυρίως, στα κνιδόζωα (υδρόζωα και σκυφόζωα) στους κεστώδεις και σε πολλά πρωτόζωα. Ως παράδειγμα μ., αναφέρονται τα υδρόζωα: από το γονιμοποιημένο ωάριο εξέρχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • αποικία — Στην αρχαία εποχή, α. ονομαζόταν η πόλη που χτιζόταν από κατοίκους μιας πόλης σε άλλη χώρα. Από τον 15o αι. μ.Χ., α. ονομάζεται μια περιοχή εξαρτημένη από άλλη χώρα, που εκμεταλλεύεται τους οικονομικούς κυρίως πόρους της (βλ. λ. αποικιοκρατία).… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόνημα — το, Ν βοτ. 1. η νεαρή μορφή ενός βρυοφύτου που αναπτύσσεται από την εκβλάστηση ενός σπορίου 2. το όρθιο πράσινο νήμα που αναπτύσσεται από την εκβλάστηση τού ζυγωτού στα φύκη τής διαίρεσης χαρόφυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. protonema… …   Dictionary of Greek

  • βοθριοκέφαλος — Σκουλήκι που ανήκει στους πλατυέλμινθες σκώληκες και στην ομοταξία των κεστωδών ή ταινιών. Έχει μορφή επίπεδης ταινίας, μήκους 10 12 εκ. που διαιρείται σε πολλά ορθογώνια μεταμερή τμήματα, τις προγλωττίδες, που είναι ενωμένα σε μια αλυσίδα και… …   Dictionary of Greek

  • έκφυση — η (AM ἔκφυσις) εκβλάστηση, ξεφύτρωμα, φύτρωμα αρχ. μσν. στον πληθ. παραφυάδες αρχ. 1. ανάπτυξη, μεγάλωμα φυτού 2. τρόπος αυξήσεως 3. πρόοδος («εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν», Πλάτ.) 4. εξόγκωμα 5. οστεώδης προεξοχή 6. βλαστός 7. στον πληθ. ρίζες …   Dictionary of Greek

  • αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • αναβλάστηση — η (Α ἀναβλάστησις) [ἀναβλαστάνω] βλάστηση, εκβλάστηση νεοελλ. η εκ νέου βλάστηση, ξαναφύτρωμα …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”